- τετρημένου
- τετραίνωa Aperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρινόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή από τους ρώθωνες εγκεφαλονωτιαίου υγρού επί κατάγματος τού τετρημένου πετάλου τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhoea (< ῥίς, ῥινός + ρροία (< ρρους < ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον… … Dictionary of Greek
όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… … Dictionary of Greek